- τακτικότητα
- 1) pravidelnost2) zákonitost
Ελληνικά-Τσεχικής chlovar. 2008.
Ελληνικά-Τσεχικής chlovar. 2008.
τακτικότητα — η, Ν η ιδιότητα τού τακτικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τακτικός. Η λ., στον λόγιο τ. τακτικότης, μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Παπάζογλου] … Dictionary of Greek